σιδηρομετάλλευμα — το, ατος ορυκτό που περιέχει σίδηρο: Το υπέδαφος της χώρας μας είναι πλούσιο σε σιδηρομετάλλευμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λειμονίτης — Σιδηρομετάλλευμα, το πιο διαδεδομένο πάνω στον φλοιό της Γης. Προέρχεται από την εξαλλοίωση άλλων ορυκτών που περιέχουν σίδηρο και ορίζεται χημικά ως υδροξείδιο του σιδήρου, με ποικίλη περιεκτικότητα σε νερό, FeO(ΟΗ). Ο προσδιορισμός του λ. δεν… … Dictionary of Greek
σιδηροπυρίτης — Ορυκτό του σίδηρου και του θείου (FeS2), πολύ διαδομένο στη φύση. Κρυσταλλώνεται στην παρημιεδρία του κυβικού συστήματος, προκαλώντας το σχηματισμό μιας ευρείας κλίμακας κρυσταλλικών μορφών· συνηθέστερες είναι η κυβική, η οκταεδρική, η… … Dictionary of Greek
συλλόγιον — τὸ, Α [σύλλογος] σιδηρομετάλλευμα … Dictionary of Greek
ώχρα — Φυσική γαιώδης χρωστική ουσία από το βαθύ κίτρινο έως το κοκκινωπό. Στην προϊστορική εποχή οι χρωστικές ιδιότητες της ώ. την κατέστησαν αντικείμενο μεγάλης εκμετάλλευσης· κίτρινες και κόκκινες ώ. χρησιμοποιήθηκαν για να χρωματίσουν τις… … Dictionary of Greek
Έσεν — I (Hessen). Ομοσπονδιακό κρατίδιο (21.114 τ. χλμ., 6.077.826 κάτ. το 2001) της Γερμανίας, στην κεντρική ζώνη της χώρας. Κατά τα μέσα του 13ου αι. το Έ. ήταν ήδη ανεξάρτητο και, μολονότι είχε διαμορφωθεί σε αδιαίρετο λανδγραβάτο, διαμελίστηκε… … Dictionary of Greek
Ίρι — I (Erie). Πόλη (103.717 κάτ. το 2000) των ΗΠΑ, στην ομόσπονδη πολιτεία της Πενσιλβάνια. Βρίσκεται ΒΔ της πολιτείας, στη νότια όχθη της ομώνυμης λίμνης. Αποτελεί λιμάνι μεγάλης σπουδαιότητας, από το οποίο διακινούνται περίπου 5 εκατ. τόνοι… … Dictionary of Greek
Νάρβικ — (Narvik). Πόλη (14. 100 κάτ. το 2003) και λιμάνι της Νορβηγίας, στην κομητεία Νόρντλαντ. Η πόλη βρίσκεται στα Βτης χώρας, ενώ στην περιοχή της εξάγεται το σιδηρομετάλλευμα της Κιρουνάς. Η πόλη αυτή είναι κυρίως γνωστή από τη ναυμαχία που έγινε… … Dictionary of Greek